μονοκλινές σύστημα

μονοκλινές σύστημα
Μια από τις επτά υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από τρεις άξονες, οι οποίοι είναι μεταξύ τους άνισοι και οι δύο από αυτούς δεν τέμνονται σε ορθή γωνία. Ο τρίτος άξονας είναι κάθετος προς το επίπεδο που περιέχει τους άλλους δύο. Στο μ. σ. κρυσταλλώνονται οι πινακοειδείς και πρισματικοί κρύσταλλοι. Το μ. υποδιαιρείται σε τρεις τάξεις: ολοεδρία, ημιεδρία, ημιμορφία· τα συνηθέστερα ορυκτά και κρυσταλλώνονται σε μονοκλινές σύστημα είναι το ορθόκλαστο, η γύψος και η μίκα. Αριστερά, ο αξονικός σταυρός του μονοκλινούς συστήματος: η γωνία β είναι αμβλεία. Στη μέση και δεξιά, εικονίζονται τα κρυσταλλογραφικά σχήματα του ορθόκλαστου και της γύψου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • κρυόλιθος — Ορυκτό του νατρίου, με χημικό τύπο Να3ΑlF6. Παρουσιάζει το φαινόμενο του πολυμορφισμού, δηλαδή κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σε κανονική θερμοκρασία, ενώ σε θερμοκρασίες πάνω από 550°C οι σχηματιζόμενοι κρύσταλλοι ανήκουν στο κυβικό… …   Dictionary of Greek

  • μαγγανίτης — Ορυκτό υδροξείδιο του μαγγανίου με χημικό τύπο MnΟ (OH). Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα (αν και φαίνεται ότι είναι ορθορομβικός), είναι εύθραυστος και οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί ψευδοορθορομβικοί με υπομεταλλική στιλπνότητα. Ο μ.… …   Dictionary of Greek

  • άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… …   Dictionary of Greek

  • λαυριονίτης — Ορυκτό που αποτελεί βασικό χλωριούχο άλας του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο Pb(OH)Cl και αποτελείται από μικρούς άσπρους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται κυρίως στον όρμο Βρυσάκια του Λαυρίου και δημιουργήθηκε με την επίδραση …   Dictionary of Greek

  • σφηνοειδής — Είδος γραφής, γνωστό στην αρχαία νότια Μεσοποταμία, όπου κατοικούσαν Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Χετταίοι, Ασύριοι και Πέρσες. Ονομάστηκε έτσι από τους νεότερους ερευνητές, εξαιτίας των γραμμάτων της, τα οποία σχηματίζονταν από το συνδυασμό… …   Dictionary of Greek

  • ευλυτίνης — Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό βισμούθιο. Ο χημικός τύπος τους είναι Bi4(SiΟ4)3. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σε μικρούς κρυστάλλους με στρογγυλεμένες ακμές. Έχει ειδικό βάρος 6,1 και σκληρότητα 5 6 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Η …   Dictionary of Greek

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • αιγιρίνης — Ορυκτό, πυριτικό άλας σιδήρου και νατρίου του τύπου NaFeSi2O6, που ανήκει στην ομάδα των πυροξένων. Σχηματίζει επιμήκεις πρισματικούς κρυστάλλους κατά το μονοκλινές σύστημα. Έχει σκληρότητα 6 βαθμών στην κλίμακα Μος, ειδικό βάρος 3,55 γρ./κ. εκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”